ξεδοντιάρης

ξεδοντιάρης
α, ικο беззубый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ξεδοντιάρης" в других словарях:

  • ξεδοντιάρης, -α, -ικο — αυτός που δεν έχει δόντια, ξεδοντιασμένος: Ένας γέρος ξεδοντιάρης θέλει παντρειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεδοντιάρης — α, ικο, θηλ. και ξεδοντού αυτός που δεν έχει καθόλου ή εν μέρει δόντια, φαφούτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεδοντιάζω + κατάλ. άρης (πρβλ. αναστεν άρης)] …   Dictionary of Greek

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • φαφούτης — α, ικο, θηλ. και ισσα, Ν αυτός που τού έχουν πέσει τα δόντια, που δεν έχει δόντια, ξεδοντιάρης, κουτσοδόντης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λ. από τον. ήχο που παράγεται όταν μιλά κάποιος που δεν έχει δόντια] …   Dictionary of Greek

  • φαφούτης — ο θηλ. α και ισσα αυτός που δεν έχει δόντια, ο ξεδοντιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»